- τυφεδών
- -όνος και -ῶνος, ἡ, Α1. καύση, φλόγωση2. πυρσός, λαμπάδα3. (κατά το λεξ. Σούδα) «Τηφεδῶνος, ὄνομα κύριον, ἢ τῆς καύσεως».[ΕΤΥΜΟΛ. < τύφομαι + επίθημα -(ε)δών (πρβλ. ληθεδών, μελεδών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… … Dictionary of Greek
ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] … Dictionary of Greek
τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) … Dictionary of Greek